- κουφοδόντης
- οθηλ. κουφοδόντα αυτός που έχει κούφια δόντια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουφοδόντης — ο, θηλ. α αυτός που έχει χαλασμένα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + δόντης (< δόντι), πρβλ. σαπιο δόντης, σκυλο δόντης] … Dictionary of Greek
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek